- κύκλοτρο(ν)
- τοφυσ. διάταξη με τη βοήθεια τής οποίας επιτυγχάνεται η επιτάχυνση στοιχειωδών σωματιδίων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κύκλοτρο ή κυκλοτρόνιο — Κυκλικός επιταχυντής ηλεκτρικά φορτισμένων σωματιδίων (πρωτόνια, σωμάτια α, δευτερόνια κλπ.). Κατασκευάστηκε κατά το 1930 από τον Έρνεστ Ορλάντο Λόρενς (Νόμπελ φυσικής, 1939) του πανεπιστημίου της Καλιφόρνια και λειτούργησε για πρώτη φορά το 1932 … Dictionary of Greek
συγχροκύκλοτρο — Λέγεται και συγχροκυκλοτρόνιο. Επιταχυντής σωματιδίων, κατασκευαστικά όμοιος με το κύκλοτρο, από το οποίο διαφέρει μόνο ως προς τη συχνότητα της εναλλασσόμενης υψηλής τάσης του ηλεκτρικού πεδίου επιτάχυνσης, που εφαρμόζεται μεταξύ των δύο… … Dictionary of Greek
-τρο(ν) — ΝΜΑ επίθημα.ουδέτερων ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που εμφανίζεται ήδη σε αρχαιότατα κείμενα, έχει μεγάλη παραγωγική δύναμη, κυρίως στην Αρχαία, και απαντά σε 200 περίπου ουσιαστικά. Το επίθημα ουδετέρου τρον, όπως και τα… … Dictionary of Greek
μίκροτρο(ν) — το (πυρην.) επιταχυντής σωματιδίων μαγνητικού συντονισμού, ανάλογος προς το κύκλοτρο(ν), ο οποίος όμως χρησιμοποιείται για την επιτάχυνση ηλεκτρονίων, γι αυτό είναι και γνωστός ως «κύκλοτρο ηλεκτρονίων» … Dictionary of Greek
Λόρενς, Έρνεστ — (Ernest Lawrence, Κάντον, Νότια Ντακότα 1901 – 1958). Αμερικανός φυσικός και πανεπιστημιακός. Το 1922 αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο της Νότιας Ντακότα με πτυχίο χημικού, ενώ τον επόμενο χρόνο έλαβε μεταπτυχιακό τίτλο από το πανεπιστήμιο της… … Dictionary of Greek
ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… … Dictionary of Greek
ουράνιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο U. Ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην οικογένεια των ακτινιδών, έχει ατομικό αριθμό 92, ατομικό βάρος 238,07. Είναι το βαρύτερο από τα φυσικά στοιχεία. Το ισότοπο φυσικό μείγμα… … Dictionary of Greek
σύγχροτρο — Λέγεται και συγχροτρόνιο. Επιταχυντική διάταξη, η οποία μπορεί να προσδώσει σε σωματίδια και πυρήνες ατόμων υψηλότερες ενέργειες από εκείνες που πετυχαίνονται με άλλους επιταχυντές (από εκατοντάδες μεγαηλεκτρονιοβόλτ MeV έως δεκάδες… … Dictionary of Greek
Βαν ντε Γκράαφ, Ρόμπερτ Τζέμισον — (Robert Jemison Van de Graaff, Τασκαλούσα, Αλαμπάμα 1901 – Βοστόνη 1967). Αμερικανός φυσικός. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Αλαμπάμα και μετά στη Σορβόνη και στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, όπου πήρε το διδακτορικό του δίπλωμα το 1928. Όταν γύρισε … Dictionary of Greek
βήτατρο — Τύπος επιταχυντή κατάλληλος να προσδίδει υψηλές ενέργειες στα ηλεκτρόνια, τα οποία επιταχύνονται ώσπου να φτάσουν ταχύτητες αρκετά κοντά στην ταχύτητα του φωτός, παρόμοιες με τις ταχύτητες των ηλεκτρονίων που εκπέμπονται στη φύση από τις ουσίες… … Dictionary of Greek